στενοχώρει

στενοχώρει
στενοχωρέω
to be straitened
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
στενοχωρέω
to be straitened
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στενοχωρεῖ — στενοχωρέω to be straitened pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) στενοχωρέω to be straitened pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) στενοχωρής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στενοχωρής masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκίδα — και γκίδα, η 1. μικρό βελονοειδές τμήμα ξύλου, σχίζα, σκλήθρα 2. αγκάθι 3. διαβολή, ραδιουργία 4. αυτό που τρυπά, στενοχωρεί την ψυχή (στενοχώρια, έρωτας κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκίς. Η τροπή τού κ σε γκ με επίδραση από τα αγκίστρι, αγκύλη κ.ά …   Dictionary of Greek

  • αθλιβής — ἀθλιβής, ές (Α) [θλίβω] 1. αυτός που δεν έχει πιεστεί, δεν έχει βλαφθεί 2. αυτός που δεν πιέζει, δεν στενοχωρεί …   Dictionary of Greek

  • εσθίω — ἐσθίω (AM) τρώγω αρχ. 1. (για θηρία) καταβροχθίζω 2. (για φωτιά και διαβρωτική νόσο) κατατρώγω («πάντας πῡρ ἐσθίει», Αισχύλ. «ἔλκεα ἐσθιόμενα», Ιπποκρ.) 3. φθείρω, στενοχωρώ («ἐσθίειν ἑαυτόν» στενοχωρεί τον εαυτό του) 4. βάζω μέσα στο στόμα μου… …   Dictionary of Greek

  • κακοκαρδιστής — ο [κακοκαρδίζω] αυτός που κακοκαρδίζει, που στενοχωρεί κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κακοφαίνεται — αόρ. (ε)κακοφάνη και κακοφάνηκε (Μ κακοφαίνεται, αόρ. [ἐ]κακοφάνη και [ἐ]κακοφάνηκε) απρόσ. 1. βλέπω κάτι με δυσαρέσκεια, δεν μού φαίνεται καλό, δεν μού αρέσει κάτι, μέ δυσαρεστεί («τού κακοφάνηκε ο τρόπος σου») 2. μέ στενοχωρεί, μέ λυπεί κάτι 3 …   Dictionary of Greek

  • καρδούλα — η (Μ καρδούλα) 1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά 2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς 3. φρ. α) «καρδούλα μου» (ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου β) «τό λέει η καρδούλα του» είναι θαρραλέος, τολμηρός γ)… …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • στενοχωρώ — στενοχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και στεναχωρώ, μέσ. και στενοχωριέμαι και στενοχωριούμαι και στεναχωριέμαι και στεναχωριούμαι Ν [στενόχωρος / στενάχωρος] 1. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, τού προξενώ στενοχώρια, τόν πικραίνω («μέ στενοχώρησε πολύ με τη… …   Dictionary of Greek

  • σύκωση — (Ιατρ.). Χρόνια πυογόνος φλεγμονή στο στόμιο των θυλάκων των τριχών, που προκαλείται από σταφυλόκοκκους και συχνά υποτροπιάζει. Η σ. εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του μουστακιού και στο πηγούνι, σπανιότερα δε στα φρύδια και στις μασχάλες. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”